- αἰτιολογητέον
- αἰτιολογητέονone must investigate causesmasc acc sgαἰτιολογητέονone must investigate causesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιτιολογητέον — αἰτιολογητέον (Α) [αἰτιολογῶ] πρέπει κανείς να ερευνήσει, να αναζητήσει τις αιτίες … Dictionary of Greek
αιτιολογώ — ( έω) (Α αἰτιολογῶ) ερευνώ, εξηγώ, αναφέρω την αιτία, δικαιολογώ νεοελλ. διατυπώνω λογικά επιχειρήματα για την υποστήριξη μιας γνώμης, μιας αποφάσεως ή ενέργειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτία + λογώ < λογος < λέγω. ΠΑΡ. αιτιολογία, αιτιολογικός αρχ … Dictionary of Greek